αλισφερίζομαι

αλισφερίζομαι
αλισφερίσι
βλ. αλισβερίζομαι, αλισβερίσι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλισβερίζομαι — και αλισιβερίζομαι και αλισφερίζομαι [αλισβερίσι] εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι, νταραβερίζομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”